- νησαίος
- νησαῑος, -α, -ον και ιων. τ. θηλ. νησαίη (Α)1. αυτός που ανήκει σε νησί, ο νησιωτικός2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Νησαίημία από τις Νηρηίδες3. φρ. «Νησαῑον πεδίον» — πεδιάδα τής Μηδίας στην οποία εκτρέφονταν οι περιφημότεροι ίπποι τής αρχαιότητας που ανήκαν στους Πέρσες βασιλείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + κατάλ. -αῖος, κατά το λιμν-αίος].
Dictionary of Greek. 2013.